ἄχνους

ἄχνους
ἄχνοος
without down
masc/fem nom pl
ἄχνοος
without down
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άχνοος — ἄχνοος, ον και ἄχνους, ουν (AM) ο χωρίς χνούδι, αυτός του οποίου τα γένεια δεν έχουν ακόμη φυτρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χνους (ασυναίρετο χνόος) «χνούδι»] …   Dictionary of Greek

  • εξαχνίζω — και ξαχνίζω (Α ἐξαχνίζω) 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αχνό 2. αποχωρίζω την άχνη 3. (για ζεστό ρόφημα) φυσώ τους αχνούς για να κρυώσει γρηγορότερα 4. γιαχνίζω* αρχ. καλύπτω με αχνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη, κατά τα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • εξαχνώνω — εξάχνωσα, εξαχνώθηκα, εξαχνωμένος, και (ε)ξαχνίζω μτβ. 1. υποβάλλω σε εξάχνωση (βλ. λ.). 2. αποχωρίζω την άχνη (βλ. λ.) από κάποιο σώμα. 3. φυσώ τους αχνούς (ατμούς) ζεστού ποτού ή φαγητού για να το κρυώσω. 4. γιαχνίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”